Είχε πολλούς και πολλές το πάρτι.
Είδε φούστες κοντές, τακούνια ψηλά, ξώπλατα φορέματα, ασφυκτικά μπούστα, ηλίθια πουκάμισα, υφασμάτινα
παντελόνια, βαριά αρώματα, μεγάλες μύτες,
τεντωμένα αυτιά, περιορισμένα βλέμματα, αχόρταγα μάτια.
Είδε.. μια δικηγόρο να φλερτάρει έναν γιατρό, μια φανερά βαριεστημένη
τύπισσα να σκοτώνει την ώρα της με έναν μπερδεμένο, μια άσχημη στη γωνία του
καναπέ να καταριέται την ματαιότητα του
μακιγιάζ.
Είδε.. έναν χοντρό να καταπίνει ασταμάτητα και έναν άλλον
περίεργο, που κάπνιζε μόνος δίπλα σε μια γλάστρα και χαμογελούσε ασυναίσθητα.
Είδε.. ένα κραγιόν κόκκινο να κοιτιέται σε ένα καθρεφτάκι
και δυο γάμπες φινετσάτες σε συνεχές εναλλασσόμενο σταυροπόδι.
Είδε.. δυο μελλοθάνατους-σάπιους επιχειρηματίες(sic) να
βαυκαλίζονται φωναχτά, μήπως και τους προσέξουν δυο τουρλωτοί, γυμνασμένοι
κώλοι.
Είδε και άλλους..πολλούς..
.. ανθρώπους που δεν είναι, αλλά παριστάνουν πως είναι! Που εφευρίσκουν έναν ρόλο και τον παίρνουν
στα σοβαρά. Που ψεύδονται, δίχως καν να
μιλούν, κάθε ένα δευτερόλεπτο της «ύπαρξής» τους. Που νομίζουν πως έχουν
βρει τη θέση τους και έχουν βολευτεί
σ’αυτή.
Είδε για ακόμη μια φορά, μια γελοία κωμωδία.
Και κανείς δεν γέλασε.
Ούτε κι αυτός.